Οι Κρητικοί παραδοσιακά κατανάλωναν περισσότερο αρνί και κατσίκι, και λιγότερο μοσχαρίσιο και χοιρινό κρέας. Η φύση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας και το γεωφυσικό ανάγλυφο του νησιού ευνοούσε την εκτροφή μικρών ζώων, που βοσκούσαν κυρίως στους ορεινούς του όγκους. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία βασίζεται στον πλούτο και στη θρεπτική αξία των γηγενών και ενδημικών βοτάνων με τα οποία τρέφονται τα ζώα και παράγουν υψηλής ποιότητας κρέας και γάλα, για το οποίο είναι περήφανοι οι Κρητικοί. Ένας φημισμένος τρόπος ψησίματος του κατσικίσιου και αρνίσιου κρέατος είναι το «αντικριστό », το οποίο συναντιέται κυρίως στην ενδοχώρα και έχει τις ρίζες του στο τρόπο ψησίματος που ακολουθούσαν οι βοσκοί στα μιτάτα.
Στην κρητική κουζίνα συνηθίζεται και το λευκό κρέας, από οικόσιτα ζώα, όπως κουνέλι και κοτόπουλο.
Το απάκι, καπνιστό χοιρινό, τα σύγκλινα και τα ξιδάτα λουκάνικα αποτελούν χαρακτηριστικούς μεζέδες στο τραπέζι των Κρητικών. Η ιδιαίτερη διαδικασία της παρασκευής τους έχει να κάνει με το «κάπνισμα» του χοιρινού χρησιμοποιώντας αρωματικά φυτά όπως θυμάρι, φασκομηλιά ή δάφνη, τα οποία δίνουν μια ιδιαιτερότητα στη γεύση. Η διαδικασία έχει να κάνει με τη φυσική διατήρηση του κρέατος και την κατανάλωση του σε μικρές ποσότητες κατά τη διάρκεια του έτους. Σήμερα, το απάκι αντικαθιστά πολλά αλλαντικά ιταλικής και ισπανικής προέλευσης στην ελληνική δημιουργική κουζίνα.