Οι βρούβες είναι ένα από τα πιο γνωστά και κλασικά χόρτα που γεμίζουν τα καλλιεργημένα κυρίως χωράφια στα χωριά της Κρήτης. Φυτρώνουν παντού και από τα παλιά χρόνια οι Κρητικοί τις τιμούσαν δεόντως. Τις μάζευαν κορφολογώντας τα σταχάκια τους τα οποία συνήθως τα έτρωγαν βραστά με λεμόνι και ελαιόλαδο, αλλά τα έβαζαν και μέσα σε πίτες, τις περίφημες βρουβόπιτες. Σε εποχές δύσκολες και σε περιόδους πολέμων η συλλογή βρουβών υπήρξε καταλυτική στην επιβίωση του λαού της Κρήτης. Λέγοντας βρούβα ο μέσος Κρητικός συνήθως εννοεί το σινάπι, το είδος Sinapis Alba που στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα λέγεται λαψανίδα.
Ήταν όμως τόσο μεγάλη η σημασία που δινόταν στις βρούβες που με τον καιρό όλα τα χόρτα σε πολλές περιπτώσεις ονοματίζονταν βρούβες ενώ αυτός που μάζευε άγρια χόρτα λεγότανε βρουβολόγος ή βρουβολόος. Από εκεί βγαίνει και το ρήμα «βρουβολογώ» που σημαίνει μαζεύω άγρια χόρτα ή αλλιώς «λαχανεύω». Οι λαψανίδες είναι οι πιο αναγνωρίσιμες αλλά και οι πιο κοινές βρούβες που μπορεί κάποιος να συναντήσει στην Κρήτη. Πέρα όμως από τις λαψανίδες υπάρχει μεγάλη ποικιλία από συγγενικά φυτά που όλα ονομάζονται βρούβες και που όλα επίσης είναι βρώσιμα όπως τη λαψανίδα.
Έτσι έχουμε τις πρικόβουβες ή πρικάσταχα, τις ραπανίδες, τις λαμαρίδες, τις αγκριγιόβρουβες ή αγριόβρουβες, τις σκυλόβρουβες, τις μικρές βρούβες και τις γλυκόβρουβες. Όλες οι βρούβες είναι μονοετή φυτά που ο κύκλος της ζωής του ξεκινά με τις πρώτες βροχές της χρονιάς και τερματίζει στο τέλος της άνοιξης. Την άνοιξη πολλά χωράφια στην Κρήτη αποκτούν το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα που τους χαρίζουν οι ανθισμένες βρούβες.
Πηγή: Χριστόφορος Χειλαδάκης