Στην Κάινα Αποκορώνου ζούσε ένας τρομερός γενίτσαρος που ονομαζόταν Μεχμέτ Αγάς Γενίτσαρης. Καταγόταν από την Τύνιδα της Τυνησίας και ήταν απόγονος κάποιου Αλή, σωματάρχη του τουρκικού στρατού, κατά την απόβαση του στον όρμο της Κυράς Γωνιάς το 1645.
Οι γιοι του Αλή πήραν ως φέουδο τους το μεγαλύτερο μέρος του Αποκόρωνα και έκτισαν πύργους στο Νιο Χωριό, το Κατωχώρι και την Κάινα. Από αυτή λοιπόν την οικογένεια προερχόταν ο Γενίτσαρης, ο οποίος είχε αρπάξει τις περιουσίες των Χριστιανών από τα Λευκά Όρη ως τις ακτές της Σούδας και της Γεωργιούπολης.
Ο Γενίτσαρης είχε την έδρα του στην Κάινα, όπου είχε κτίσει το μέγαρό του με τον πύργο. Σε αυτόν είχε προσαρτήσει στρατώνα για τις ανάγκες του πύργου και είχε κατασκευάσει μυστικές υπόγειες κρύπτες, οι οποίες έβγαζαν πολύ μακριά από το χωριό.
Η γενικότερη στάση του Γενίτσαρη απέναντι στους ντόπιους ήταν πολύ προκλητική και σκληρή, γι’ αυτό όταν το 1812 ήρθε στην Κρήτη ο Οσμάν Πασάς, για να καταστείλει τον γενιτσαρισμό που είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις ακόμη και για την Υψηλή Πύλη, ο πρώτος που κλήθηκε στα Χανιά για να υποταχθεί ήταν αυτός. Γνωρίζοντας τι τον περίμενε, αρνήθηκε να προσέλθει στα Χανιά, ενώ ταυτόχρονα στρατολόγησε 400 ακόμη γενίτσαρους για να αντισταθεί στον Οσμάν Πασά.
Περικυκλώθηκε τότε στην Κάινα από τις δυνάμεις του Οσμάν Πασά, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί Κρητικοί. Ωστόσο, ο Γενίτσαρης χρησιμοποίησε τις μυστικές υπόγειες στοές και διέφυγε στα βουνά. Μετά από αυτό, η περιουσία του Γενίτσαρη παραδόθηκε στη φωτιά. Βλέποντας την ολοκληρωτική καταστροφή, ο Αγάς παραδόθηκε στον οπλαρχηγό Μουτσογιάννη. Ο Οσμάν, όμως, στον οποίο εν τέλει παραδόθηκε, δεν έδειξε έλεος και τον στραγγάλισε. Έτσι, μαζί με τον Γενίτσαρη, χάθηκε κάθε ίχνος του πύργου.