Η μικρή πόλη του Ασημίου της επαρχίας Μονοφατσίου είναι κτισμένη σε εύφορη πεδιάδα ανάμεσα στις νότιες επεκτάσεις του όρους Καστεριώτης και στην κορυφή του Κόφινα στα Αστερούσια Όρη. Από την περιοχή ξεκινούν οι ποταμοί του Γεροπόταμου και του Λιβαδίτη.
Η πόλη έχει αναπτυχθεί ως το οικονομικό κέντρο των χωριών της ανατολικής Μεσαράς. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (αμπέλι και ελιά), αλλά και με την κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με την παράδοση, το Ασήμι έλαβε το όνομα του από μια κοπέλα από την Πελοπόνησσο που την έλεγαν Ασημίνα. Για πρώτη φορά αναφέρεται σε έγγραφο του 1280.
Εδώ υπάρχουν οι ναοί του Αγίου Τίτου (προστάτης του Ασημίου), της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Χαραλάμπους και Σωτήρος. Επίσης, παρόλο που η αρχική εικόνα της πόλης δεν προκαλεί το ενδιαφέρον του επισκέπτη, υπάρχει το κέντρο του παλιού χωριού με τα γραφικά σοκάκια και την κρήνη του Αγίου Τίτου.
Η Μονή Κουδουμά βρίσκεται στην έξοδο του φαραγγιού «Καταρράκτης» στα Αστερούσια Όρη, 80km νότια του Ηρακλείου και μόλις 40m από μια πανέμορφη παραλία. Είναι από τις πλέον απομονωμένες μονές της Κρήτης, καθώς η πρόσβαση από το Ηράκλειο απαιτεί 2,5 ώρες.
Ο Κόφινας είναι η ψηλότερη κορυφή στα άγρια Αστερουσία Όρη με υψόμετρο 1231m και παίρνει το όνομα του από το σχήμα του που μοιάζει με ανάποδο κοφίνι. Στην κορυφή του, με τη μοναδική θέα στο Λιβυκό Πέλαγος, σήμερα υπάρχει ο ναός του Τιμίου Σταυρού που εορτάζει στις 14 Σεπτέμβρη.
Το φρούριο Bonifacio ή Επάνω Καστέλι βρισκόταν δυτικά από το σημερινό χωριό Τσιφούτ Καστέλι, 44 χλμ νότια του Ηρακλείου, πάνω σε ύψωμα που σήμερα ονομάζεται Επάνω Καστέλλι ή Ψηλό Αλώνι. Το φρούριο αναφέρεται από το 1212 και κτίστηκε από τον Πεσκατόρε.
Το χωριό Χάρακας πήρε το όνομά του από ένα μεγάλο βράχο (χαράκι) πάνω στον οποίο υπάρχουν τα ερείπια από το Ενετικό φρούριο και ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που αναστηλώθηκε πρόσφατα.
Ανάμεσα στις Στέρνες και τη Μονή Κουδουμά, πάνω στα άγρια Αστερούσια Όρη, συναντάμε τον εγκαταλελειμμένο οικισμό και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Η εκκλησία υπήρξε μετόχι της μονής Κουδουμά και ο οικισμός αναφέρεται από το 1577.