Η Αράδαινα είναι το βαθύτερο και ένα από τα πιο απότομα φαράγγια του Νομού Χανίων. Με ύψος τοιχωμάτων που ξεπερνάει τα 150μ το φαράγγι είναι ιδανικό, όχι μόνο για πεζοπορία αλλά και για bunjee jumping από τη γέφυρα της Αράδαινας. Η μαγευτική διαδρομή μέσα στο φαράγγι μέχρι την έξοδο του στην παραλία Mάρμαρα αποτελεί μια αξέχαστη εμπειρία για όποιον επιχειρήσει την κατάβαση του φαραγγιού. Σε μερικά σημεία την πεζοπορία δυσκολεύουν μεγάλοι βράχοι, ενώ στα δύσκολα περάσματα έχουν τοποθετηθεί σκάλες
Είναι από τα πλέον ενδιαφέροντα Σφακιανά φαράγγια και από τα μεγαλύτερα. Οι παλιοί το ονόμαζαν Φάραγγα, για να το ξεχωρίσουν από τα υπόλοιπα, αλλά εσφαλμένα αυτός ο χαρακτηρισμός δόθηκε στο φαράγγι της Σαμαριάς. Ενώ οι περισσότεροι νομίζουν ότι έχει μήκος μόλις 7χλμ, καθώς όλοι ξεκινούν την πορεία τους από το έρημο χωριό Αράδαινα που βρίσκεται περίπου στο μέσο του μήκους του φαραγγιού, το πραγματικό μήκος είναι 15χλμ. Πράγματι, το φαράγγι ουσιαστικά ξεκινάει από τον υπόγειο ποταμό του σπηλαίου Δρακολάκκι, στις ρίζες της κορυφής Θοδωρής των Λευκών Ορέων.
Για να φθάσετε ως τη συνηθισμένη είσοδο του Φάραγγα από τη Χώρα Σφακίων, ανεβαίνετε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο για το ορεινό χωριό Ανώπολη (μήκους 12 χλμ). Μετά από ακόμη 3,5 χλμ. φθάνετε στο ερειπωμένο χωριό Αράδαινα (υψομ. 520) που είναι κτισμένο στο χείλος του φαραγγιού. Εδώ υπήρχε η αρχαία πόλη Αραδήν και σήμερα ο γραφικός ναός του Αστράτηγου (Μιχαήλ Αρχαγγέλου). Το χωριό ερήμωσε μετά από βεντέτα.
Η γέφυρα της Αράδαινας
Στο χωριό της Αράδαινας, θα συναντήσετε τη μεταλλική γέφυρα που είναι η ψηλότερη της Ελλάδας (ύψος 138μ) και η δεύτερη ψηλότερη γέφυρα για bungee jumping στην Ευρώπη. Την έκτισε η γνωστή οικογένεια Βαρδινογιάννη, πάνω από ένα ιλιγγιώδη γκρεμνό, για να ενώσει τις δυο πλευρές του φαραγγιού και να μπορεί να συνδεθεί το χωριό Άγιος Ιωάννης οδικώς με την Ανώπολη. Λίγα μέτρα βόρεια της γέφυρας υπάρχει το παλαιό πετρόκτιστο μονοπάτι που οδηγούσε στην Αράδαινα πριν την κατασκευή της γέφυρας. Από αυτό το μονοπάτι μπορείτε να κατέβει κάποιος στον πυθμένα του φαραγγιού.
Πηγή: Χριστόφορος Χειλαδάκης