Η Νήσος Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησάκι το οποίο βρίσκεται στο μπουγάζι της λιμνοθάλασσας της Ελούντας, στη βόρεια πλευρά του κόλπου του Μιραμπέλου. Έχει έκτασή σχεδόν 85 στρέμματα και το μέγιστο υψόμετρο είναι 53 μέτρα.
Η ιστορία του νησιού εξακολουθεί να προκαλεί δέος- έχει υπάρξει ενετικό οχυρό, καστροπολιτεία, καταφύγιο επαναστατών, τόπος εξορίας λεπρών, κρίκος επικοινωνίας με το Κάιρο επί Κατοχής. Το νησί οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς κατά την παρουσία τους στην Κρήτη. Τόσο από κατασκευαστική και αρχιτεκτονική άποψη, όσο και από αισθητική του όλου τοπίου, το νησί ακόμη διατηρεί την αξεπέραστη ομορφιά του.
Ιστορία
Το αρχικό της όνομα ήταν Καλυδωνία, αλλά οι Ενετοί την ονόμασαν Σπιναλόγκα από την ενετική λέξη Spina-Longa, που σημαίνει μακρύ αγκάθι. Κατά μια δεύτερη ασθενέστερη ερμηνεία, η ονομασία προέρχεται από την παραφθορά της φράσης «στην Ελούντα». Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι η νησίδα πήρε το όνομά της από μια όμορφη αρχοντοπούλα που λεγόταν Λόγκα και έμενε μέσα στο φρούριο.
Κατά την ελληνιστική περίοδο ή τα μινωϊκά χρόνια, στο νησί υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, το οποίο είχε χτιστεί προκειμένου να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Η Ολούς, αποτελούσε την αρχαία πόλη της Ελούντας, που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο κανάλι που ενώνει την Ελούντα με την χερσόνησο της Κολοκύθας. Στην Ολούντα υπήρχε σημαντικό ιερό και σπουδαίο λιμάνι.
Η Σπιναλόγκα ανήκε στην Ολούντα, η οποία ήκμασε μέχρι τον 8ο αιώνα, όταν ο φόβος για τους Άραβες πειρατές, ανάγκασε τους κατοίκους της να την μεταφέρουν μακριά από την παραλία. Από τον 8ο αιώνα ως και την Ενετοκρατία, η πόλη δεν φαίνεται να είχε κάποια σημαντική πορεία.
Η Σπιναλόγκα άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο. Οι Ενετοί, προβλέποντας Τουρκική επέκταση προς τη Δύση, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό στο νησί, που να προστατεύει όλη την λιμνοθάλασσα της Ελούντας. Έτσι, οι Ενετοί θα μπορούσαν να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους Τούρκους και από τους πειρατές, αλλά και να εξασφαλίσουν τις προσοδοφόρες αλυκές της Ελούντας. Από τις αλυκές θα μπορούσαν να παίρνουν το αλάτι για να το εξάγουν στην Μεσευρώπη, ειδικά έχοντας χάσει και τις αλυκές που εκμεταλλεύονταν ως τότε στην Κύπρο.
Έτσι, οι Ενετοί έκτισαν πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου ένα νέο ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος από τους Genese Bressani και Latino Orsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669), ενώ παράλληλα κτίστηκαν και οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Το οχυρό είχε διπλές σειρές από τείχη και πύργους, ενώ είχε συνολικά 35 κανόνια.
Την περίοδο του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες («χαΐνηδες»), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο αφού με την συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669, η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Η Ενετοί, προσπάθησαν να κρατήσουν το στρατηγικής σημασίας αυτό φρούριο, όπως και τα φρούρια της Γραμβούσας και της Σούδας, ελπίζοντας να ανακαταλάβουν την Κρήτη.
Ωστόσο, το νησί παραδόθηκε με νέα συνθήκη στους Τούρκους το 1715, δίνοντας οριστικό τέλος στην κυριαρχία των Ενετών στην Μεσόγειο και στις ελπίδες τους. Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας και απομόνωσης. Αργότερα, στη Σπιναλόγκα διαμορφώθηκε σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός, καθώς το νησί παρείχε απόλυτη ασφάλεια στις οικογένειες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίστηκε καθώς απέκτησε άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα στη νησίδα συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύτηκαν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στην καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας περίπου 80 οικογένειες, ενώ το 1881 ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 227. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτίρια από την περίοδο της καστροπολιτείας, όπως διώροφες κατοικίες με ψηλούς μαντρότοιχους και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες πόρτες και τζαμαρίες.
Η ζωή αυτού του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη κατά τα τελευταία έτη του 19ου αιώνα. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης λόγω της επαναστατικής δράσης των χριστιανών ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας να μεταναστεύσουν. Ως το 1903, όλοι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει το νησί.
Η κοινότητα των Χανσενικών
Το 1903, η Κρητική Πολιτεία συγκέντρωσε όλους τους χανσενικούς που ζητιάνευαν εξαθλιωμένοι, ζώντας σε οικισμούς έξω από τις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, τα Μεσκίνια, και τους συγκέντρωσε στη Σπιναλόγκα. Έτσι, το νησί μετατράπηκε σε λεπροκομείο για τους Κρήτες ασθενείς της νόσου του Χάνσεν, γνωστής ως λέπρας. Αρχικά, έφερναν λεπρούς από την Κρήτη, ενώ αργότερα από όλη την Ελλάδα.
Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κραυγές και θάνατο θα κυρίευε το νησί για μισό αιώνα. Αρχικά η ζωή των λεπρών ήταν άθλια. Η Σπιναλόγκα ήταν μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο «υπό προθεσμία», χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους νοσούντες, χωρίς ελπίδα.
Αργότερα, το Λεπροκομείο αναβαθμίστηκε. Διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία και ιερέα. Οι άρρωστοι κατοικούσαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄30. Μεγάλα τμήματα του βενετικού τείχους καταστράφηκαν, το 1939, με δυναμίτιδα προκειμένου να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. Με αφορμή την ίδρυση του λεπροκομείου, οι κάτοικοι της απέναντι Πλάκας, έχτισαν το σημερινό ομώνυμο οικισμό, για να εξυπηρετούν τους λεπρούς που έμεναν στο νησί.
Κατά την περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς, ενώ ήταν αναγκασμένοι να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, δεδομένου ότι το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σε άλλα χωριά. Επίσης, όλη την παραθαλάσσια περιοχή της Ελούντας την είχαν οχυρώσει με πυροβολεία, πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια, γιατί φοβόντουσαν πιθανή απόβαση των Βρετανών σ' εκείνο το μέρος. Ποτέ δεν πάτησε το νησάκι Ιταλός ή Γερμανός και αυτό βοήθησε να λειτουργήσει παράνομο ραδιόφωνο, ενώ ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους.
Τελικά το 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιωτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ένας ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατο τους.
Μετά το 1957, για αρκετά δεκαετίες, η νήσος έμεινε αναξιοποίητη. Με το αυξανόμενο ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών, άρχισε τη δεκαετία του ‘70 να γίνεται συστηματική αναστήλωση και επισκευή των παλαιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλαιών οικιών, των δρόμων, ενώ γκρεμίστηκαν τμήματα του λεπροκομείου. Οι εργασίες συνεχίζονται ακατάπαυστα από τότε, βελτιώνοντας συνέχεια την κατάσταση των κτιρίων. Σήμερα το φρούριο και η καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας διατηρούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε καλή κατάσταση και το νησί θεωρείται από τα σημαντικότερα θαλάσσια οχυρά της Μεσογείου.
Πάνω από 300.000 επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο το πανέμορφο αυτό νησάκι με καραβάκια που ξεκινούν από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα, που απέχει μόλις 800 μέτρα από το νησί. Ο αριθμός αυτός φέρνει το νησί στους πέντε πρώτους βυζαντινούς - μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους τοπικούς φορείς να ενταχθεί η Σπιναλόγκα στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Το 2005, η Συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ έγραψε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για την Σπιναλόγκα με τίτλο «Το Νησί», το οποίο και απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα το 2007. Το βιβλίο κυριάρχησε για 24 εβδομάδες στο βρετανικό top 10 και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 15 γλώσσες, κάνοντας τη Σπιναλόγκα και την ιστορία της πασίγνωστη σε όλο το κόσμο. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην Ελληνική τηλεόραση με τη σειρά «Το Νησί» και έκανε τρομερή επιτυχία.
Μια μαρτυρία
Κάθε χρόνο, άνθρωποι κάθε ηλικίας πηγαίνουν με καΐκια στο νησί για το ιερό προσκύνημα στον Άγιο Παντελεήμονα, για να μνημονεύσουν τους ανθρώπους που πέθαναν στο νησί. Εκεί, μπορεί ο επισκέπτης να ακούσει απίστευτες ιστορίες από ανθρώπους που έζησαν ή είχαν συγγενείς στο νησί.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του εκλιπόντα Μανώλη Φουντουλάκη στην εφημερίδα «Το Έθνος» το 2007, ο οποίος έζησε τον εφιάλτη στο νησί, αλλά και τη λύτρωση της θεραπείας. Ο ίδιος στη σκληρή περίοδο της δοκιμασίας του ζούσε στην Αθήνα και έκανε θεραπεία στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγ. Βαρβάρας, αλλά με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του συλλόγου χανσενικών είχε μεταβεί στη Σπιναλόγκα, βίωσε την τραγική πραγματικότητα και ενδιαφέρθηκε για την αναβάθμιση των συνθηκών παραμονής και θεραπείας των δυστυχισμένων της Σπιναλόγκας.
«Οι πέτρες και οι βράχοι στα άδεια σπιτάκια κρύβουν και δεν φανερώνουν την κόλαση του χθες, τα μοιρολόγια και τις κραυγές από τους πόνους στο σώμα των εκατοντάδων αρρώστων
Η Σπιναλόγκα φιλοξένησε εκατοντάδες πάσχοντες συνανθρώπους μας, που ανέπτυξαν με τα βάσανα και τις στερήσεις τη δική τους ζωντανή κοινωνία. Οσοι μπορούσαν δούλευαν σε διάφορες εργασίες, υπήρχε καφενείο, γίνονταν εκκλησιασμοί στο εκκλησάκι της στον Άγιο Παντελεήμονα, μάθαιναν τα νέα από ψαράδες στο λιμανάκι του νησιού, ερωτεύονταν, παντρεύονταν, έκαναν υγιή παιδιά τα οποία μεταφέρονταν και μεγάλωναν σε καλύτερες συνθήκες στο βρεφονηπιακό τμήμα του Λεπροκομείου της Αγίας Βαρβάρας στην Αθήνα. Μέχρι το 1936, οι άρρωστοι στο νησί ήταν εγκαταλειμμένοι. Πολλοί πέθαιναν «ζωντανοί» με φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι και διαμελισμένοι.
Η κατάσταση αυτή άρχισε ν’αλλάζει από το 1936, έτος άφιξης στη Σπιναλόγκα του ασθενούς Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, τριτοετούς φοιτητή της Νομικής, ο οποίος ίδρυσε την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» και αγωνίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Ο Ρεμουνδάκης με το κλείσιμο της Σπιναλόγκας το 1957 νοσηλεύτηκε στο Λεπροκομείο της Αγ. Βαρβάρας.
Ηταν σπουδαίος άνθρωπος και η φοβερή αρρώστια τον είχε καταδικάσει σε τύφλωση και αποκοπή του χεριού... Δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω τα λόγια που μου υπαγόρευσε και έγραψα: «Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Αφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο.