Περπατώ απάνω στις πέτρες και στους σκορπισμένους από τον αέρα ξερούς πια αγκαβάνους. Ανυδριά και αέρας δέρνουν αυτή την πιο άγονη, την πιο ξερή ίσως γωνιά ολάκερης της Κρήτης. Κάπου στην άκρη του τόπου και του κόσμου, κάπου στα πιο δικά μου μέρη τα τόσο κοντινά στην καρδιά μου. Κοιτώ ολόγυρα το ξερό Απάνω Μεραμπέλο και νοιώθω αυτό τον τόπο σαν το σπίτι μου. Κι ας είναι αφιλόξενος και έρημος, κανένας τόπος δε γέμισε πιότερο την καρδιά μου με χρώματα. Μια ανάσα μονάχα από τον Αμυγδαλόλακκο που κάποτε έσφυζε από ζωή και αμυγδαλιές. Τα πεντανόστιμα αμύγδαλα που έβγαζε δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στον κόσμο. Μεραμπελιωτάκια τα λέγανε τότε μα τώρα δεν έχει ούτε ζωή μα ούτε και αμυγδαλιές.
Μετρώ στα δάχτυλά μου τα χρόνια που πέρασαν από την μέρα που έφυγε για τον άλλο κόσμο ο τελευταίος κάτοικος της περιοχής. Του είχα μιλήσει αρκετές φορές γιατί το ένιωθα πως θα φύγει. Και πως μαζί του θα χαθεί ένας ολάκερος κόσμος που ποτέ ξανά δεν θα γυρίσει. Και λίγο πριν φύγει μου άνοιξε την καρδιά του και μου έδειξε το μεγάλο μυστικό της περιοχής που ήτανε λέει ο τελευταίος που το ήξερε. Ένα από τα συγκλονιστικότερα θαύματα της Κρητικής φύσης, καλά κρυμμένο στην δική του αφάνεια, τα Χριστοπατήματα. Το βράχο ολόκληρο με την μεγάλη του ιστορία, το βράχο που κάθε σημάδι του είναι και άλλο πρόσωπο της ίδιας ιστορίας που αν τα βάλεις κάτω όλα μαζί έχεις την ιστορία απλωμένη μπροστά σου. Χρόνια και χρόνια μετέπειτα πήγαινα στα Χριστοπατήματα προσπαθώντας να επαναλάβω την ιστορία για να μην χαθεί από μέσα μου, να μην φύγει από τον κόσμο μέχρι την ημέρα που κι εγώ θα φύγω. Νοιώθοντας το βαρύ φορτίο αυτό της ιστορία που όταν φύγω θα φύγει κι αυτή μαζί μου. Πέτρα και λιγοστό κοκκινόχωμα. Ρουσσά το λένε οι ντόπιοι. Αρά και που μέσα από τις ρωγμές της ρουσσάς ξεπροβάλλει κανένας αγόγλωσσος να διαλαλεί το θαύμα της επιβίωσης. Θυμάμαι μια γριά, πολύ γριά. Θα έχει από καιρό φύγει που μου τον έδειχνε με το γεμάτο ρουσσόχωμα τσαπράζι της και μου έλεγε ‘’αγόγλωσσο τονε λες εσύ στο Ηράκλειο μα επαέ τονε λέμε και αυγόλοχο, τονε ψήνουμε με τα αυγά για κειονά το λόγο".
Σαλεύουν τα πόδια μου απάνω στα φύλλα τους και κοιτάζω ακόμα μια φορά τον έρημο πια οικισμό των Βοτύρηδων.. Μονάχα πέτρες.. Ερείπια που μαρτυρούν ζωή μέσα σε τούτη την ερημιά που τηνε δέρνουνε όλοι οι αέρηδες. Καμάρες και αγκωνάρια μαζί με καμαρωτά τζάκια με τις πελεκημένες σιδερόπετρες τους να δείχνουν το μεγαλείο που πέρασε. Αλώνια με έρημους σήμερα γυραλωνίτες που πια δεν μετράνε τους κύκλους του θεριστή. Όσες πέτρες και αν έκλεψαν οι περαστικοί τυχοδιώκτες από εδώ πάλι απόμειναν μερικές να δηλώνουν το δικό τους παρόν. Οι υπόλοιπες κατέληξαν να στολίζουν ξενοδοχεία και traditional taverns των παραπέρα παραλιών. Μίλατος, Σίσι, Ελούντα και πάει λέγοντας.. Κάποτε πέρασε από εδώ η ζωή. Κάποτε πιο παλιά η φλέγα της ζωής φούσκωνε και σε αυτή την ερημιά. Όχι πια. Κάποτε μονάχα, δεν ξέρω πως μα κι από εδώ επέρασαν άνθρωποι. Ολόκληρες γενιές και χαμόγελα ανθρώπων αφήσανε και δω το στίγμα τους. Κάνανε σε αυτούς τους τετράγωνους τοίχους μέσα κρυμμένοι κοπέλια μπόλικα που δε χορτάσανε ποτές το ψωμί. Κάνανε μεγάλο κάματο μα νομίζω πως στο τέλος της ημέρας αντίκρισαν την δικαίωση. Τετράγωνα χαλάσματα παντού που κάποτε έμοιαζαν σπίτια. Τοίχοι που πια γεμίσανε σκιλοκρομμύδες δίνοντας μια άλλου είδους συνέχεια στην ζωή του τόπου. Μπροστά από τα σπίτια η θάλασσα.. Δίχως παραλία με τον κοφτό εγκρεμό να σε χωρίζει από το γαλάζιο. Και λίγο πριν την μεγάλη βουτιά στο θαλασσόγκρεμο να το πηγάδι. Κάπου εκεί στην άκρη της γης υπήρχε το πηγάδι που μάζευε το πολύτιμο νερό τις λιγοστές φορές που η βροχή επισκεπτότανε αυτό τον τόπο. Φράξανε σήμερα οι αγωγοί του και δε γεμίζει πια με ζωή. Στέρεψε κι αυτό. Παραδίπλα τα αλώνια του χωριού που μαρτυρούνε ακόμα μέσα στους ασπαλάθους την ζωή που πέρασε. Αλώνια στην σειρά και αποθήκες που μαρτυρούνε μια καρποφορία που ποτέ ξανά δεν θα έρθει. Μια βόλτα γρήγορη θα σου φέρει την απάντηση στην ερώτηση που εύλογα σου ‘ρχεται στο μυαλό…
Μα που καλλιεργούσαν; Πώς και πού; Παντού είναι η απάντηση. Εκεί που σήμερα δυσκολεύεται ανθρώπινο πόδι να σταματήσει, εκεί που η ισορροπία χάνεται, εκεί που τα χαράκια αφήνουν μια σπιθαμή ρουσσάς ελεύθερη, εκεί καλλιεργούσαν. Κριθάρι και ταγή για ανθρώπους και ζώα, πέτρα και ουρανό για χόρταση. Κοιτάς τον δρόμο και αναρωτιέσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που πέρασε άνθρωπος από εδώ. Πότε ήτανε η τελευταία φορά που φωτογραφικός φακός αιχμαλώτισε την στιγμή. Χαλέπα ατέρμονη ως την άκρη του γκρεμού μα αν δεν τρομάξεις και κοιτάξεις από κάτω θα δεις την παραλία που κρύβεται. Των Τζάβληδων η Βλυχάδα, κι αν δεν σε πάρει από κάτω και αντέχεις κατεβαίνεις από το βράχο που με τη φυσική του γέφυρα σε κατεβάζει στο νερό. Κι αν τα καταφέρεις και αντικρίσεις το μέρος ετούτο μέρα που να μην παιανίζει ο βοριάς, τότε αφήνεσαι και σε παίρνει μέσα του το πιο καθαρό νερό ολόκληρης της Κρήτης. Και είναι το μπάνιο στα νερά αυτά, βάφτισμα αληθινό. Βάφτισμα που παίρνει από πάνω σου όλο τον κουρνιαχτό της ζωής σου. Λίγα χρόνια πριν έφτασε και ο δρόμος εδώ. Μάλλον δεν χρειαζότανε αλλά υπήρχαν ευρωπαϊκά χρήματα που περισσεύανε. Έφτασε και ο δρόμος στο μετόχι των Βοτύρηδων και μαζί του και οι αίγες που αντί να ακολουθούν και να πατούνε τα αρχαία μονοπάτια καταφτάνουν φορτωμένες σε καρότσες. Τα έρμα ζώα κάνουν με τη σειρά τους ό,τι περνά από τα πόδια τους για να συντράμουν του χρόνου στην προσπάθεια που κάνει να ισοπεδώσει τα πάντα.
Την ώρα που ο ήλιος δύει και η ημέρα φεύγει η περιοχή αποκτά ένα χρώμα συγκλονιστικό που όμοιό του δεν θυμάμαι να είδα ξανά πουθενά. Και καθώς το φως φωτίζει από τα πλάγια τα ερείπια και περνά μέσα από τις χαραμάδες των τοίχων και των ανοιγμάτων που υπήρξαν παράθυρα κάποτε, η μοναξιά του τόπου παίρνει χρώμα και σμίγει με την δική μου. Την ώρα εκείνη είμαι μόνος στην άκρη του κόσμου. Πάντα μου άρεσαν οι άκρες.. Οι άκρες της Κρήτης, οι άκρες της Ελλάδας, οι άκρες του κόσμου… Κάποιος έλεγε πως μόνοι είναι οι δειλοί αλλά και οι γενναίοι συνάμα. Ποτέ δεν κατάλαβα σε ποιους από τους δυο ανήκω αλήθεια. Πάντα ήμουνα μόνος μου κατά βάθος και αφέθηκα να ταξιδέψω σε ώριμους τόπους και σε άγουρα κορμιά..
Κείμενο - Φωτογραφίες Χριστόφορος Χειλαδάκης