Στην περιοχή Δρέπανο του Ακρωτηρίου στο νομό Χανίων και έξω από τον κόλπο της Σούδας, βρίσκεται το υποθαλάσσιο Σπήλαιο των Ελεφάντων. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε μόλις το 1999 από τον ψαροτουφεκά Μανώλη Ευθυμάκη. Αμέσως, η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας, οργάνωσε την πρώτη αποστολή εξερεύνησης του σπηλαίου στις 31 Μαρτίου 2000. Τα ευρήματα ήταν φανταστικά, καθώς εκτός από την εκπληκτική ομορφιά του σπηλαίου, βρέθηκαν σε αυτό οστά ελεφάντων.
Το σπήλαιο έχει διανοιχτεί σε Μεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Η είσοδος της σπηλιάς (πλάτους 9 μ. και ύψους 6,5 μ.) βρίσκεται σε βάθος 10 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και συνεχίζει σε ένα τούνελ μήκους περίπου 40 μέτρων. Το υπόλοιπο τμήμα, μήκους 125 μ. και μέσου πλάτους 25μ., το οποίο αποτελεί και την κύρια αίθουσα του σπηλαίου, έχει, λόγω της μορφολογίας του, εν μέρει κατακλυστεί από ύδατα. Το βάθος του πυθμένα σε αυτή την αίθουσα κυμαίνεται από λίγα εκατοστά ως 4 μ., ενώ το ύψος της οροφής πάνω από την επιφάνεια του νερού ξεπερνά σε ορισμένα σημεία τα 10 μ.
Όλη η οροφή της σπηλιάς είναι γεμάτη από σταλακτίτες κοκκινωπού χρώματος, το οποίο οφείλεται στην περιεκτικότητα αλουμινίου και σιδήρου στα πετρώματα του σπηλαίου. Μέσα στο νερό υπάρχουν και πολλοί σταλαγμίτες, γεγονός που δηλώνει πως κάποτε το δάπεδο του σπηλαίου δεν καλυπτόταν από νερό. Άλλωστε και η μελέτη των ιζημάτων (βιολογικών, κλαστικών και χημικών) καταδεικνύει με βεβαιότητα ότι το σπήλαιο σε παλαιότερες εποχές ήταν στεγνό. Επίσης και ο αέρας που βρίσκεται μέσα στην σπηλιά είναι αναπνεύσιμος.
Τα απολιθώματα
Το σημαντικότερο όμως εύρημα και εδώ ήταν ο εντοπισμός παλαιοντολογικού υλικού, το οποίο ύστερα από μια πρώτη μελέτη, διαπιστώθηκε ότι αποτελείται ως επί το πλείστον από οστά ελεφάντων και ένα πολύ μικρό ποσοστό από ελάφια (Cervidae). Η θέση αυτή είναι καινούργια για την Κρήτη και, σε σχέση με τις άλλες θέσεις, είναι η μοναδική κάτω από τη θάλασσα. Από τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα ευρεθέντα τμήματα του σκελετού των ελεφάντων, κατέστη δυνατό να υποστηριχτεί ότι πρόκειται για νέο είδος, το οποίο ονομάστηκε Elephas chaniensis, από την περιοχή των Χανίων. Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από τον σημερινό ελέφαντα και μικρότερο από τον πρόγονό του, τον antiquus. Τα απολιθώματα των ελεφάντων άνηκαν τουλάχιστον σε τρία ενήλικα και ένα νεότερο μέλος και προφανώς πρόκειται για ενδημικό είδος. Ο Elephas Chaniensis ήταν τρία μέτρα ψηλός και αν και δεν είχε αξιοσημείωτες διαφορές από τον Αφρικάνικό και Ινδικό Ελέφαντα, είχε χοντρότερα οστά και περισσότερο γεροδεμένο σώμα. Η ηλικία του μέχρι στιγμής προσδιορίζεται στα 50.000-60.000 χρόνια. Η μετανάστευση αυτών των ειδών στον Ελλαδικό χώρο, προσδιορίζεται ότι έγινε πριν από 15 εκατομμύρια χρόνια, όταν υπήρχε ενιαία γη από την περιοχή του Ιονίου μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα οστά των ελαφιών που βρέθηκαν στο σπήλαιο, τα οποία ανήκουν σε κανονικού μεγέθους ελάφια αλλά και σε νάνα ελάφια, ύψους 30 εκατοστών. Πιστεύεται δε, ότι η υπερβολική αύξηση του πληθυσμού των ελαφιών (τα οποία έμοιαζαν κατά πολύ με τις σημερινές κατσίκες), μείωσαν κατά πολύ τα αποθέματα τροφής με αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε εξαφάνιση τους ελέφαντες της περιοχής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μέσα στο σπήλαιο, τα οστά των ελεφάντων βρέθηκαν σε χαμηλότερα στρώματα από τα οστά των ελαφιών και άλλων μικρότερων θηλαστικών. Στο σπήλαιο βρίσκουν καταφύγιο οι προστατευόμενες μεσογειακές φώκιες Monachus monachus. Αυτό κάνει τη σπηλιά των Ελεφάντων πάρα πολύ σημαντική, καθώς το είδος βρίσκεται σε κίνδυνο εξαφάνισης.
Στο σπήλαιο πραγματοποιούνται καταδύσεις, μέσω καταδυτικών κέντρων που ξεκινούν από την παραλία του Κουταλά και η εμπειρία είναι πραγματικά μοναδική. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον υπέροχο διάκοσμο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες (υποβρυχίως αλλά και πάνω από την επιφάνεια του νερού), καθώς και να δει απολιθωμένα οστά, τα οποία βρίσκονται ενσωματωμένα στα πετρώματα του σπηλαίου. Η ορατότητα είναι πάρα πολύ καλή, και δεν υπάρχει ίζημα που να μειώσει την ορατότητα κατά την διείσδυση. Κατά την κατάδυση απαιτείται προσοχή και υπευθυνότητα, γιατί τυχόν αδέξιες κινήσεις θα μπορούσαν να καταστρέψουν τους σταλακτίτες που δημιουργούνται ακόμη.