Το Φρούριο του Αποκόρωνα είναι ήταν ένα από τα πιο σημαντικά φρούρια του Κόλπου της Σούδας. Το Castel Apicorno ή Bicorna έδωσε το όνομα του σε όλη την επαρχία Αποκορώνου, η οποία ονομάζεται έτσι ακόμη και σήμερα, που το φρούριο έχει σωριαστεί.
Η επαρχία του Αποκόρωνα κατά την Ενετοκρατία ήταν καστελλανία (Di Apicorno) με φρούριο, δηλαδή η έδρα του Καστελάννου. Το φρούριο ήταν κτισμένο στο λόφο Καστέλι ανατολικά του χωριού Καλύβες, από όπου η θέα σε όλο τον κόλπο είναι μοναδική. Σκοπός της οικοδόμησής του ήταν ο διοικητικός και στρατιωτικός έλεγχος της περιοχής, ο έλεγχος της εισόδου του Κόλπου της Σούδας, αλλά και των παραλίων όπου υπήρχε άφθονο νερό για τον ανεφοδιασμό των πλοίων.
Το φρούριο ήταν αρκετά μεγάλο, γιατί σε έγγραφο του μηχανικού Monani (1631), αναφέρεται ότι είχε τους περισσότερους κατοίκους από όλα τα φρούρια του νησιού. Μάλιστα απεικονίζεται η εκκλησία της Madonna που βρίσκεται και σήμερα θαμμένη κάτω από τα σωριασμένα ερείπια του φρουρίου.
Ο πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέστρεψε το φρούριο το 1538. Το 1646, πριν προλάβουν οι Οθωμανοί να το καταλάβουν, οι Ενετοί το αφόπλισαν και το εγκατέλειψαν. Οι Οθωμανοί το επισκεύασαν, αλλά με την έναρξη της επανάστασης του 1821 έγινε αμέσως στόχος των επαναστατών, οι οποίοι και το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Σήμερα παραμένει μια απροσδιόριστη μάζα ερειπίων στην οποία συμβάλει, εκτός από την ολιγωρία του κράτους, και η σαθρότητα του εδάφους. Από το φρούριο διατηρείται σήμερα μόνο η μπαρουταποθήκη, η οποία αποτελεί αποθήκη ιδιώτη.
Ένα άλλο μικρό φρούριο ήταν κτισμένο στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Γεωργιούπολη. Το φρούριο του Αλμυρού (Castrum dell’ Armiro), όπως λεγόταν, είχε κτισθεί από τους Ενετούς μετά την κατάληψη της Κρήτης. Το φρούριο βρισκόταν στο επίκεντρο των εξεγέρσεων των Κρητικών στα χρόνια της Ενετοκρατίας με αρκετές μάχες για την κατάληψη του. Αργότερα όμως, οι Τούρκοι κατακτητές το χρησιμοποίησαν μέχρι το 1821, όταν το εγκατέλειψαν και το φρούριο ερήμωσε. Σήμερα τίποτα δεν σώζεται από αυτό.