Το φρούριο Belvedere ή Κάστελλος βρισκόταν πάνω στο απομονωμένο ύψωμα Κάστελλος που είχε πρόσβαση μόνο από την νοτιοανατολική πλευρά του, κοντά στα χωριά Άνω Καστελλιανά και Κάτω Καστελλιανά. Εδώ ήταν η αρχαία πόλη Πριανσός, μια ισχυρή και μεγάλη πολιτεία με δικό της νόμισμα και με επίνειο την Ίνατο (Τσούτσουρα).
Το φρούριο δέσποζε στην ανατολική άκρη της Μεσαράς και κτίστηκε κι από τον Γενουάτη πειρατή Πεσκατόρε μεταξύ των ετών 1206-1210. Για το κτίσιμο του χρησιμοποιήθηκαν υλικά από την αρχαία Πριανσό, η οποία ήταν κτισμένη στο ίδιο σημείο. Η ονομασία Belvedere σημαίνει «καλλιθέα», προερχόμενη από την εκπληκτική θέα που έχει το ύψωμα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, επισκεύασαν το φρούριο και το συμπλήρωσαν με δεξαμενές, στρατώνες και τα κτίρια της Καστελλανίας. Η καστελλανία Belvedere ή Ρίζου ή Ριζόκαστρου ή Χρυσόκαστρου περιελάμβανε όλη την σημερινή επαρχία Βιάννου και τμήμα της επαρχίας Μονοφατσίου.
Τους πρώτους αιώνες της Ενετοκρατίας, όταν οι ντόπιοι επαναστατούσαν συχνά, οι Ενετοί έβρισκαν καταφύγιο στο φρούριο. Έκτοτε σχηματίστηκαν κοντά στο φρούριο μικροί οικισμοί (βούργος), που μετεξελίχτηκαν στα χωριά Καστελλιανά. Όταν όμως οι επαναστάσεις μειώθηκαν, το φρούριο έχασε τη σημασία του και εγκαταλείφθηκε.
Στο φρούριο είχαν κτιστεί έξι εκκλησίες, εκ των οποίων σώζονται τρεις (Αγία Αναστασία, Κάτω Παναγιά (Εισόδια) και Πάνω Παναγιά (Κοίμηση)). Εδώ, κοντά στο ναό της Κοιμήσεως, υπάρχει η Σπηλιά του Αράπη, που οι κάτοικοι της περιοχής έβρισκαν καταφύγιο.