Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Φόδελε βρίσκεται στην τοποθεσία Λουμπινιές, ανάμεσα σε πορτοκαλεώνες και πολύ κοντά στο Μουσείο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Είναι κτισμένος στη θέση του κεντρικού κλίτους τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα με διαστάσεις 16μ.x 12μ κι έχει αρχιτεκτονικό τύπο τετράστυλου σταυροειδούς ναού με τρούλο.
Το δάπεδο της βασιλικής ήταν διακοσμημένο με μάρμαρο. Σήμερα σώζεται τμήμα των εξωτερικών τοίχων, βαπτιστήριο, ενώ υπάρχουν και δύο πεσσοί που έχουν ενσωματωθεί στους τοίχους της σημερινής εκκλησίας. Η ενσωμάτωση των παλαιών τοίχων έγινε αιτία για την απουσία ορισμένων χαρακτηριστικών, όπως τα διακοσμητικά τυφλά αψιδώματα στο ανατολικό μέρος. Στα δυτικά η όψη και τα γωνιαία διαμερίσματα κοσμούνται από απλά αψιδώματα των οποίων το τόξο τονίζεται με οδοντωτή ταινία.
Το σταυρικό τμήμα του ναού τονίζεται έντονα, καθώς οι κεραίες κατά πολύ υψηλότερες των γωνιαίων διαμερισμάτων, ενώ οι δύο πλάγιες κοσμούνται από αψιδώματα που πατούν σε υφαψίδια. Ο κυλινδρικός τρούλος φέρει οκτώ μονόλοβα παράθυρα με τόξα από πλίνθους και κωνική στέγη, όπως συνηθίζεται στους ναούς της Κρήτης, ενώ περιβάλεται με οδοντωτή ταινία. Η αψίδα του ιερού, κατά πολύ μικρότερη από την παλαιοχριστιανική, φέρει τρίλοβο παράθυρο με ισοϋψείς λοβούς που στηρίζονται σε μαρμάρινους αμφικιονίσκους από τη βασιλική. Μικρά μονόλοβα παράθυρα τα τόξα και πλίνθους ανοίγονται στις κεραίες του σταυρού και τα γωνιαία διαμερίσματα.
Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις κολόνες από κοινή τοιχοποιία, καλυμμένους με παχύ κονίαμα με εγχαράξεις που μιμούνται ισόδομη. Ανάλογη όψη είχε πιθανότατα και το εξωτερικό του ναού, όπως παρατηρείται και στους μεσοβυζαντινούς ναούς του Αγίου Ιωάννη στο Ρουκάνι και του Αγίου Μύρωνα. Τα γωνιαία διαμερίσματα καλύπτονται από σταυροθόλια, κατά την παράδοση της Σχολής της Κωνσταντινούπολης. Από το αρχικό τέμπλο σώζεται μαρμάρινο θωράκιο που φέρει μετάλλιο με τη μορφή κομβίου και πλαίσιο από καρδιόσχημα φύλλα στις γωνιές.
Οι τοιχογραφίες
Ο ναός της Παναγίας σώζει δυο στρώματα τοιχογραφικού διακόσμου. Το αρχαιότερο στρώμα εντοπίζεται στα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Στο βόρειο τοίχο αναπτύσσεται σε πυκνή παράταξη σειρά ολόσωμων αγίων και μαρτύρων με τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Στο νότιο τοίχο εικονίζεται η Δέηση και στους πεσσούς ολόσωμοι στρατιωτικοί άγιοι. Στα εσωρράχια των τόξων του βορείου και νοτίου διαμερίσματος αντίστοιχα, διευθετούνται από μια πεντάδα μαρτύρων που συνεορτάζονται στις 25 Νοεμβρίου και 13 Δεκεμβρίου. Η ποιότητα της ζωγραφικής, ο κλασικιστικός της χαρακτήρας με τις ωραίες μορφές των οποίων τα χαρακτηριστικά αποδίδονται με πλατιές ελεύθερες πινελιές και χαμηλό ανάγλυφο, οι μορφές των αγίων και ο τύπος της μορφής του Χριστού από την παράσταση της Δέησης μαρτυρούν την άμεση εξάρτηση της ζωγραφικής από τα καλλιτεχνικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης, η δράση των οποίων τεκμηριώνεται μέσα από έργα που βρίσκονται στην άμεση σφαίρα επιρροής της πρωτεύουσας (Νέα Μονή Χίου, Επισκοπή Ευρυτανίας, εικόνα Δέησης της Λαύρας).
Οι τοιχογραφίες της νότιας κεραίας του σταυρού ανήκουν στο ζωγραφικό στρώμα που χρονολογείται σύμφωνα με κτητορική επιγραφή στα 1323. Παριστάνονται η Υπαπαντή καθώς και σκηνές από το Βίο της Θεοτόκου. Οι παραστάσεις χαρακτηρίζονται από έντονο συντηρητισμό, καθώς συνδυάζουν τη χρήση των μαλακών τονικών διαβαθμίσεων της Παλαιολόγειας τέχνης στο πλάσιμο των όγκων με τη γραμμική τεχνική των προηγούμενων δεκαετιών στην απόδοση των χαρακτηριστικών και των κλειστών περιγραμμάτων των μορφών. Έτσι η ομάδα αυτή των τοιχογραφιών εκπροσωπεί την ντόπια καλλιτεχνική παράδοση, λαϊκού χαρακτήρα, που ωστόσο δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από την ανανεωτική διείσδυση της Παλαιολόγειας τέχνης.
Πηγή: Μιχάλης Ανδριανάκης