Η Κρητική διατροφή απασχόλησε τους επιστήμονες ανά τον κόσμο, ξαφνιάζοντας θετικά, με τα αποτελέσματα των ερευνών να δείχνουν εξαιρετικά θετικές επιπτώσεις στην υγεία των Κρητικών, χαμηλά ποσοστά εμφάνισης διαφόρων νόσων και τη μικρότερη θνησιμότητα σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη. Η Κρήτη, με τη μοναδική βιοποικιλότητα και τις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες, είναι ένας τόπος που επιτρέπει την ανάπτυξη εξαιρετικών ενδημικών βοτάνων και άγριων χόρτων. Σε συνδυασμό με την ήπια κτηνοτροφία και τα υποπροϊόντα της, διαμορφώθηκαν, μέσα στους αιώνες, οι διατροφικές της συνήθειες και καθιέρωσαν τη φήμη της κρητικής διατροφής, ως την πιο υγιεινή ανάμεσα σε όλες τις διατροφικές συνήθειες της Μεσογείου, το διατροφικό πρότυπο των οποίων στηρίζεται κυρίως στην κατανάλωση ελαιόλαδου, άφθονων λαχανικών και λιγότερο στην κατανάλωση κρέατος
«Μην ψάχνετε για το χάπι που υποκαθιστά την Κρητική διατροφή.
Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο»
(Serge Renaud, 1998)
Σημαντικό ρόλο στις διατροφικές συνήθειες των κρητικών, έχει παίξει η θρησκεία. Οι περίοδοι νηστείας, οι οποίες συνολικά ανέρχονται στις 180-200 ημέρες το χρόνο, περιορίζουν σημαντικά την κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, γεγονός που συμβάλει σημαντικά στη συνολική διατροφική πρόσληψη.
Σε μια σύγχρονη κοινωνία, προσαρμοσμένη στους γρήγορους ρυθμούς, που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες πτυχές της κοινωνικότητας των ανθρώπων - καταναλωτών, η τροφή και οι τρόποι παραγωγής της, βρίσκονται σε μια διαρκή αξιολόγηση. Τα διατροφικά σκάνδαλα και οι κίνδυνοι στην παραγωγή τροφίμων είναι πιο συχνοί από ποτέ. Σε αυτό το πλαίσιο, τα χαρακτηριστικά που διατηρούν μέχρι και σήμερα τη μοναδικότητα της κρητικής διατροφής, αποτελούν μια νέα πρόταση στις νέες διατροφικές τάσεις. Αυτό είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα του παραδοσιακού τρόπου διατροφής της Κρήτης, το οποίο εξελίσσεται, συνδυαστικά με τη χρήση ντόπιων προϊόντων. Πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κανείς σε άλλες φημισμένες κουζίνες την απλότητα αλλά συγχρόνως και την αφθονία των κρητικών πιάτων.
Τα βασικά χαρακτηριστικά, όπως η χρήση αγνών υλικών, οι απλές συνταγές, ο σεβασμός στην εποχικότητα και η ελάχιστη δυνατή επεξεργασία των τροφών, της κρητικής κουζίνας, αποτελεί και τη μοναδικότητά της. Οι αλυσιδωτές εξελίξεις στη βιομηχανία τροφίμων παγκοσμίως, αναδεικνύουν την Κρήτη σ’ ένα γαστρονομικό προορισμό, ασφαλών προϊόντων, με τη λιγότερη δυνατή χρήση λιπασμάτων και με σωστή διαχείριση αποβλήτων. Η «πράσινη» γεωργία και η πιστοποίηση των προϊόντων αποτελεί τη θωράκιση αυτών των αξιών που κληρονομήσαμε μέσα από το διατροφικό πολιτισμό, που μας επιτρέπει να επαναλαμβάνουμε πως η κρητική διατροφή δεν είναι απλά το τι τρώμε αλλά ο τρόπος που ζούμε και παράγουμε.
Το δέντρο της ελιάς και οι καρποί της είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού για περισσότερα από 3.500 χρόνια. Από το μακρινό παρελθόν των Μινωικών χρόνων μέχρι σήμερα, η ελιά, οι καρποί και το ελαιόλαδο βρίσκονται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, οπότε και δεν αποτελεί απλά ένα αγροτικό προϊόν, αλλά ένα σύμβολο του κρητικού πολιτισμού.
Το κρητικό παραδοσιακό ψωμί, όπως και το παξιμάδι αντίστοιχα, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της κρητικής κουλτούρας. Τα πρώτα δείγματα ενός απλού κρίθινου ψωμιού προέρχονται από την αρχαιότητα και τα συναντάμε στα Μινωικά ευρήματα. Αρκετοί παραδοσιακοί τρόποι παρασκευής και ψησίματος αναπαράγονται έως και στις μέρες μας, αποτελώντας ένα κομμάτι σχεδόν μυστικισμού (επτάζυμο).
Η κτηνοτροφική παράδοση στην Κρήτη, έχει να παρουσιάσει εξαιρετικά τυριά με βάση το αιγοπρόβειο γάλα, όπως και άλλα προϊόντα γάλακτος, το γιαούρτι και τον ξινόχοντρο ..
Οι Κρητικοί κατανάλωναν περισσότερο αρνί και κατσίκι και λιγότερο μοσχαρίσιο και χοιρινό κρέας. Η φύση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας και το γεωφυσικό ανάγλυφο του νησιού ευνοούσε την εκτροφή μικρών ζώων, που βοσκούσαν κυρίως στους ορεινούς του όγκους. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία βασίζεται στον πλούτο και στη θρεπτική αξία των γηγενών και ενδημικών βοτάνων με τα οποία τρέφονται τα ζώα και παράγουν υψηλής ποιότητας κρέας και γάλα, για το οποίο είναι περήφανοι οι Κρητικοί.
Η Κρήτη, αν και νησί, δεν έχει ιδιαίτερη νησιωτική κουλτούρα. Οι κάτοικοι προτιμούσαν τις περιοχές γύρω από τους ορεινούς όγκους, όπου ανέπτυξαν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, εμπόριο), από τις παράκτιες περιοχές οι οποίες ήταν εκτεθειμένες στη λεηλασία των πειρατών και των κουρσάρων.
Τα φρούτα, κυρίως εσπεριδοειδή, ευδοκιμούν σε πολλές περιοχές της Κρήτης. Φημισμένα είναι τα πορτοκάλια της περιοχής του Μάλεμε Χανίων (ΠΟΠ) όπως και της περιοχής του πεδινού Μυλοποτάμου, τα κεράσια Γερακαρίου, οι μπανάνες Άρβης και τα μήλα Οροπεδίου. Σήμερα έχουν αναπτυχθεί εναλλακτικές καλλιέργειες και τυποποίηση καινοτόμων προϊόντων, όπως τα φραγκόσυκα.
Το μέλι, βασικό προϊόν της Κρήτης, συνδέεται με την πλούσια βιοποικιλότητα των αρωματικών φυτών και βοτάνων που ευδοκιμούν στο νησί. Ως προϊόν κάνει την εμφάνισή του από την αρχαιότητα με χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα του Μινωικού πολιτισμού, το κόσμημα που απεικονίζει τις δυο μέλισσες και μαρτυρεί την παρουσία μελισσοκομίας.
Στο νησί υπάρχουν τα μεγαλύτερα φυσικά δάση χαρουπιάς της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Το χαρούπι αποτελούσε κύριο είδος ζωοτροφής, του οποίου η εκμετάλλευση παρήκμασε τις τελευταίες δεκαετίες. Χρησιμοποιήθηκε και στο διαιτολόγιο των κατοίκων ως βασική πηγή ενέργειας, λόγω των γλυκαντικών ουσιών που διαθέτει αλλά και ως άλευρο. Σήμερα το χαρούπι και τα υποπροϊόντα του επιστρέφουν δυναμικά στις αγορές με καινοτομικά προϊόντα, που αποτελούν κυρίως πρώτες ύλες στη ζαχαροπλαστική και στην αρτοποιία, εκφράζοντας νέες διατροφικές συνήθειες, που έχουν ρίζες στο παρελθόν.
Το αγαπημένο ποτό των Κρητικών, η τσικουδιά ή ρακή, προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), εμφανίζεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής των Κρητών και σε κάθε νοικοκυριό. Η τσικουδιά έχει συνδεθεί με τη φιλοξενία και την ευγένεια και συχνά μια φιλία και μια γνωριμία στην Κρήτη ξεκινά με ένα ποτηράκι τσικουδιάς. Λειτουργεί και ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε φίλους και αγνώστους.