Μια φορά λέει στην άκρα της Κρήτης εγίνηκε ένα μεγάλο φονικό. Μικρό ή μεγάλο το φονικό δεν έμαθα ούτε εγώ μα ούτε κανείς άλλος. Μα επειδή τα χρόνια ήτανε δύσκολα και οι καταστάσεις περίεργες για να μην συνεχιστεί το κακό και αφού αλλάξανε κόσμο μερικοί άγουροι άντρες του χωριού όσοι από το σόι εγλίτωσαν έπρεπε να αλλάξουνε τόπο. Πολύ όμορφο και πλούσιο ήτανε τότε το χωριό τους στην άκρα της Κρήτης στο Σέλινο μα έπρεπε για το καλό τους να το εγκαταλείψουνε και να φύγουνε μακριά. Τόσο μακριά σε τόπο που κανείς δεν θα τους γνώριζε, κανείς δεν θα κάτεχε το λέρωμά τους και κανείς δεν θα τους κυνηγούσε για αντεκδίκηση του κακού. Κανείς δεν ξέρει αν εκεί που φτάσανε τότες ακριβώς στην μέση της Κρήτης υπήρχανε άλλοι άνθρωποι. Μα και να υπήρχανε δεν τους γνωρίζανε σίγουρα. Δεν ήξερε κανείς το όνομά τους. Άγνωστοι ήτανε σε όλα τα μετόχια της περιοχής, δικαιώματα και χορτονομές δεν είχανε για τα ωζά τους μα ούτε και μάθανε ποτέ το όνομά τους. Μονάχα από κάπου ήρθε η πληροφορία ότι ξεπέσανε από μακριά, από το Σέλινο. Και πριν τα αμάξια πατήσουν σε δρόμους το Σέλινο ήτανε κομμάτι μακριά. Πολύ μακριά.
Κανείς εκεί στις Μέσες του Ηρακλείου δεν είχε πάει προς τα εκεί κάτω. Αν το είχανε ακουστά και καθόλου. Η γοητεία του ξένου και του μακρινού έγινε το επώνυμό τους και τους ονομάσανε δίχως δεύτερη σκέψη Σελινιώτες. Και αργότερα κάποιος όπως και σε πολλούς άλλους τους κόλλησε και το -άκης στο επώνυμό τους και προέκυψε το Σελινιωτάκης. Τα χρόνια πέρασαν κι εκεί που πήγανε δημιουργήθηκε ολόκληρος οικισμός, χωριό κανονικό. Χωριό με τα όλα του. Το Βλέρωμα. Και είχε από όλα το Βλέρωμα. Πλούσια χωράφια καταπράσινα κάθε χειμώνα, περβόλια με καρπούς στην ξέρα του καλοκαιριού, καλά βοσκοτόπια μα πάνω από όλα βρύση. Βρύση που έτρεχε νερό όλο το χρόνο, πέτρινη που το έβγαζε κρύο μέσα από την γη για να επιστρέψει σε αυτή μετά από λίγο. Περάσανε τα χρόνια, ήρθε το μουσουλμανικό στοιχείο να γεμίσει την Κρήτη. Μουχτίσανε τα πλούσια χωριά και αλλαξοπιστήσανε για να μην χάσουνε τις περιουσίες τους.. Τι Χριστός τι Αλλάχ αλήθεια, εισόδημα να βγαίνει στο τέλος της μέρας και ο ιδρώτας να ποτίζει το δικό σου χώμα, όχι το ξένο. Αλλαξοπίστησε το περίφημο Γράντος που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το Βλέρωμα και σε απόσταση αναπνοής.
Τούρκεψε το Γράντος και οι κάτοικοί του μα η εκκλησία του έμεινε εκεί, δεν την πείραξε κανείς. Άη Γιώργης ήτανε και τον Άη Γιώργη τον λατρεύανε και οι Μουσουλμάνοι. Και τον φοβούντανε μαζί. Τούρκεψαν οι κάτοικοί του κι από την κακία και την μανία τους για εκδίκηση σε αυτούς που παρέμειναν στην ορθή πίστη λένε πως εγράντισαν, κι αυτοί κι ο τόπος τους και τον ονομάσανε λεέι Γράντος από το γράντισμα. Αλλιώς το λέγανε πιο παλιά το Γράντος μα ξεχάστηκε το όνομά του από όλους. Το Γράντος άφησε βαρύ το όνομά του στην ιστορία του τόπου. Βαρύ το μένος της εκδίκησης των κατοίκων του προς τους άλλους. Μια ανάσα παρακάτω το Βλέρωμα αντιστάθηκε. Κανείς δεν ξέρει πως και γιατί μα αντιστάθηκε και δεν αλλαξοπίστησε. Παρέμειναν όλοι τους χριστιανοί μια χούφτα άνθρωποι να παλεύουν με τα θεριά του Γράντους που ήθελαν να τους αφανίσουν. Ή τουρκεύεις ή χάνεσαι. Μα δεν χάθηκαν. Συσπειρώθηκαν γύρω από τον προστάτη τους τον Άη Γιάννη το ριγολόγο που βρισκόταν στην άκρη στο Βλέρωμα και δεν άφησε το κακό να πληθύνει άλλο. Έτσι το ανυπόταχτο Βλέρωμα αντιστάθηκε και επιβίωσε διατηρώντας τον χριστιανικό χαρακτήρα του. Εκεί που δεν τα κατάφερε κι αυτό όπως και το Γράντος ήτανε στην μάχη του με την αστυφιλία στα μέσα του αιώνα που πέρασε. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να ερημώνει κι αυτό και σε λίγα χρόνια δεν έμεινε κανείς να κατοικεί εκεί. Τα σπίτια του άρχισαν να ρημάζουν όπως σε κάθε σκορποχώρι και σιγά σιγά επήλθε το μοιραίο. Τα αλλοτινά γεμάτα ζωή και φωνές σπίτια μετατράπηκαν σε χαλόσπιτα. Με την εγκατάλειψη σιγά σιγά έχασαν την οροφή τους και στην συνέχεια ο φθοροποιός χρόνος δεν σεβάστηκε ούτε τους τοίχους. Ήρθανε όπως και στα περισσότερα έρημα χωριά και οι κάθε λογής παρατρεχάμενοι και αφαίρεσαν όσα αγκωνάρια μπορούσαν από τα παλιά σπίτια και πήραν πολλές πελεκόπετρες για δεύτερη χρήση. Έτσι ρήμαξε το Βλέρωμα και οι ιστορίες του. Πήγα και ξαναπήγα στο Βλέρωμα. Πήγα χειμώνα, πήγα καλοκαίρι. Μοναχός μα και με παρέες. Κάθε φορά και με άλλη παρέα. Κάθε φορά προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι εκείνο που με δένει με αυτό τον τόπο. Το όνομά του, κεντρί στην καρδιά μου μου θύμιζε το δικό μου λέρωμα, το λέρωμα που δεν με άφηνε να ησυχάσω. Αυτό που κάθε φορά που πήγαινα τόσο πιο έντονο το ένοιωθα. Πάντα με συγκλονίζανε οι Μέσες της Κρήτης. Ειδικά εκείνες του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Ο λόγος είναι για το ότι κατάφεραν να μαζώξουν όλη την ιστορία σχεδόν του νησιού, πολλά από τα μνημεία του κι ακόμα να παραμένουν παντελώς άγνωστες στον κόσμο. Κάπως έτσι παραμένει άγνωστο και το Βλέρωμα και η σύντομη ιστορία του.
Το μικρό Βλέρωμα με τον προστάτη του τον Άη Γιάννη που ακόμα στέκει στην άκρη του σε αντίθεση με τα σπίτια του. Περπατώντας ανάμεσα στα σοκάκια του και στα χαλάσματα κάθε φορά ερχότανε στο μυαλό μου όλο και πιο έντονα η κουβέντα του φίλου μου Γιώργη Σταματάκη για όλα αυτά τα άγνωστα διαμάντια που κρύβουν οι Μέσες του Ηρακλείου. Ο Γιώργος βλέποντας αυτά τα σπίτια έλεγε με τον δικό του μοναδικό τρόπο ‘’η αρχιτεκτονική του φόβου’’. Και πραγματικά κανένας άλλος χαρακτηρισμός δεν θα μπορούσε να πετύχει τόσο καλά τον τύπο αυτών των οικισμών. Η αρχιτεκτονική του φόβου. Αυτή που θεμελίωσε το Βλέρωμα, αυτή που συντήρησε στην ζωή το περίφημο και κοντινό Κουτού μα και τόσα άλλα χωριουδάκια φρούρια της ενδοχώρας. Η αρχιτεκτονική του φόβου χαρακτηρίζει όλα αυτά τα χωριά που σε καιρούς χαλεπούς που η ζωή δεν είχε την σιγουριά που της έπρεπε. Τα πάντα είχανε την μορφή του φρουρίου που είναι έτοιμο να αντισταθεί απέναντι στον κατακτητή, απέναντι στον εκάστοτε εχθρό που καιροσκοπούσε. Τα σπίτια μια τροχαλιά κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο σε μια γραμμή συνεχόμενη που στο εσωτερικό τους επικοινωνούσαν με κοινές πόρτες. Έτσι από το ένα σπίτι έμπαινες στο άλλο. Αν κατάφερνες να μπεις στο πρώτο σπίτι του χωριού κυνηγημένος από κάποιο εχθρό σε λίγα λεπτά είχες ήδη βγει μέσα από τα επόμενα σπίτια στην άκρη του χωριού εκεί που κανείς δεν θα σε έβρισκε. Ο ίδιος αυτός ο φόβος ήτανε που έκανε τα σπίτια να είναι ενωμένα με εξωτερικό τοίχο συνεχόμενο σαν να πρόκειται για φρούριο. Αφού στην πραγματικότητα ήτανε φρούρια που μόνο τους σκοπό είχανε την προστασία της ζωής των ντόπιων. Το Βλέρωμα σήμερα ξεχάστηκε από όλους και κανείς δεν το επισκέπτεται πέρα από μερικά κοπάδια που φέρνουν οι βοσκοί της περιοχής. Οι κάτοικοί του όλοι σκορπίσανε μα το όνομά του δεν ξεχάστηκε και παραμένει το ίδιο παράξενο απροσδόκητο και ίσως κακόηχο. Μα με την αντίστασή του και την στάση του κατάφερε και καθαγιάστηκε στην πορεία του χρόνου και επήλθε η κάθαρση. Μα το δικό μου λέρωμα κάθε φορά που θα πηγαίνω θα είναι εκεί. Και αυτό το λέρωμα όσο κι αν τρέχει η πηγή του, όσο αχόρταγα κι αν πίνω το νερό της δεν θα σβήσει αυτή την φωτιά, δεν θα με καθαρίσει.
Κείμενο - Φωτογραφίες Χριστόφορος Χειλαδάκης