Η κρητική γη είναι γεμάτη με πανάρχαια ταφικά σύνολα, που αναδεικνύουν τη μεγάλη σπουδαιότητα που απέδιδαν οι πρόγονοι των Κρητικών στη φροντίδα των νεκρών τους. Ήδη, από την εποχή του Χαλκού (6000 π.Χ.-3500 π.Χ.), η απλή απόθεση των νεκρών σε σπήλαια εγκαταλείφθηκε και γενικεύτηκε η χρήση νεκροταφείων. Κατά τη Μινωική εποχή, σε περιοχές της Ανατολικής Κρήτης, όπως τα Γουρνιά, ο Μόχλος και το Παλαίκαστρο, οι τάφοι ήταν ορθογώνιοι και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ξανά για την ταφή πολλών ατόμων. Στο Χρυσόλακο Μαλίων, στο Παλαίκαστρο, στις Αρχάνες και στον Πλάτανο έχουν εντοπιστεί ολόκληρα ταφικά κτίρια, αλλά οι πιο διαδεδομένοι τύποι τάφων στην Κρήτη ήταν ο θολωτός και ο θαλαμοειδής. Σπουδαίοι θολωτοί τάφοι έχουν εντοπιστεί στο Καμηλάρι, δίπλα στη μονή Οδηγήτριας, στην Κουμάσα, στο Μάλεμε, στα Αχλάδια, στο Στύλο, στη Φυλακή Αποκορώνου, στις Μαργαρίτες, στο Αποδούλου και στο Γερόκαμπο. Μεγάλα επισκέψιμα νεκροταφεία της εποχής, με εκατοντάδες τάφους, έχουν εντοπιστεί στο Φουρνί Αρχανών και στους Αρμένους Ρεθύμνου.
Κατά την Ελληνορωμαϊκή εποχή, πολλοί από τους τάφους ήταν λαξευμένοι στο μαλακό πωρόλιθο που αφθονεί στην Κρήτη. Το διασημότερο νεκροταφείο αυτής της εποχής βρίσκεται στα Μάταλα, στις σπηλιές που κατά την δεκαετία του ΄70 έμεναν δεκάδες χίπις. Εντυπωσιακούς λαξευτούς τάφους συναντάει κανείς στην αρχαία Κυδωνία των Χανίων, στα Τριαλώνια, στις Σιδερόπορτες του Πρινιά και στην καταπράσινη ρεματιά των Πέντε Παρθένων στην αρχαία Λάππα. Ειδικότερα, η περιοχή του Αγίου Θωμά, με τους εντυπωσιακούς λαξευτούς τάφους υπήρξε κέντρο λατρείας χθόνιων θεοτήτων.
Το μεγαλύτερο νεκροταφείο της εποχής του Χαλκού (4500 π.Χ.- 3500 π.Χ.) στην Ελλάδα έχει ανασκαφεί στην Αγία Φωτιά Σητείας και έχει 302 τάφους.
Σε μικρή απόσταση από την Επάνω Ζάκρο, σχεδόν 100km νοτιοανατολικά του Αγίου Νικολάου ξεκινά το πανέμορφο φαράγγι της Κάτω Ζάκρου ή των Νεκρών, που τελειώνει στην Κάτω Ζάκρο. Η ομορφιά του τοπίου, η ιστορική του σπουδαιότητα αλλά και η προσβασιμότητα του, προσελκύουν μεγάλο αριθμό επισκεπτών κάθε χρόνο.
Το Μουσείο Ιστορίας της Ταφής αποτελεί έναν πολύ ιδιαίτερο χώρο του Ηρακλείου. Στεγάζεται στο διώροφο οστεοφυλάκιο του παλαιού κοιμητηρίου των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, το οποίο χρονολογείται από το 1890 και παρουσιάζει την ιστορία της ταφής από τη μινωική εποχή ως και σήμερα.
Ο αρχαιολογικός χώρος Φουρνί βρίσκεται στον ομώνυμο κατάφυτο λόφο, 17km νότια του Ηρακλείου, δυτικά των Κάτω Αρχανών. Για να φτάσετε στον αρχαιολογικό χώρο (δεν είναι ανοιχτός, παρά μόνο με συνεννόηση), μπορείτε να περπατήσετε το μινωικό καλντερίμι από τις Κάτω Αρχάνες ή να οδηγήσετε μέχρι το πανέμορφο τεχνητό δασάκι στο Φουρνί.
Στο σημείο αυτό έχει ανασκαφεί το μεγαλύτερο νεκροταφείο της εποχής του Χαλκού (4500–3500πΧ) στην Ελλάδα με 302 τάφους, από τους οποίους 50 είχαν ήδη καταστραφεί ή συληθεί. Από τους τάφους ήρθαν στο φως 1800 αγγεία διαφόρων τύπων, λίθινα και χάλκινα αντικείμενα (πέλεκες, χειρόμυλοι, αγκίστρια, αιχμές δοράτων, κλπ.). Οι τάφοι ήταν πρωτόγονοι, θαλαμοειδείς ή απλοί λακκοειδείς σκαμμένοι σε μαλακό βράχο.
Η Μινωική νεκρόπολη των Αρμένων βρίσκεται 9 km νότια της πόλης του Ρεθύμνου, πάνω στο φυσικό και οδικό άξονα που συνδέει τη βόρεια με τη νότια ακτή της Κρήτης. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ανασκαμμένο νεκροταφείο της Υστερομινωικής ΙΙΙ Α-Β Περιόδου (1400-1200πΧ), το οποίο απλώνεται σε ένα χαμηλό λόφο στη θέση Πρινοκέφαλο.
Το προανακτορικό νεκροταφείο της Οδηγήτριας όπως λέει και το όνομά του χρονολογείται πριν την λαμπρή περίοδο των ανακτόρων στα πρώιμα στάδια του Μινωικού κόσμου. Έπεσε θύμα λαθρανασκαφών, όπως και τόσα άλλα σημεία στα Αστερούσια.
Το Προανακτορικό νεκροταφείο της Κουμάσας βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Λούκια και Κουμάσα. Στην περιοχή έγινε η πρώτη ανασκαφή 1904 - 1906 από τον Ξανθουδίδη και βρέθηκαν τέσσερις τάφοι (τρεις θολωτοί τάφοι και ένας ορθογώνιος).
Νότια της Απτέρας βρίσκεται ο θολωτός τάφος του Στύλου, που ήρθε στο φως το 1961 (συλημένος) από τους Ν. Πλάτωνα και Κ. Δαβάρα. Πρόκειται για μνημειακό τάφο τοπάρχη της περιοχής, με κυκλικό, λιθόκτιστο θάλαμο και μακρύ, κτιστό δρόμο μήκος 20,80m.